- ευπροσωποκοίτης
- εὐπροσωποκοίτης, ὁ (Α)φρ. «τύχαι εὐπροσωποκοῑται» — ευνοϊκή τύχη, που έπεσε ευνοϊκά σαν την καλή πλευρά τού ζαριού (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-πρόσωπος + -κοίτης (< κοίτη «κρεβάτι, ξάπλωμα»), πρβλ. α-κοίτης, παρα-κοίτης].
Dictionary of Greek. 2013.